- μοσχάρια
- μοσχάριονlittle calfneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κολωνάκι — Συνοικία της Αθήνας και ομώνυμη πλατεία. Η επίσημη ονομασία της είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Η ονομασία Κ. οφείλεται σε έναν μικρό κιονίσκο (κολωνάκι), ο οποίος, σύμφωνα με τον Γ. Καμπούρογλου, στηνόταν από τους Αθηναίους για να αποτρέψουν… … Dictionary of Greek
Φελίνι, Φεντερίκο — (Fellini, Ρίμινι 1920 – Ρώμη 1993). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πολύ ανήσυχος στη νεότητά του, εγκατέλειψε πολύ νωρίς τις σπουδές του για μια ταραχώδη και αλήτικη ζωή, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κατοπινή καλλιτεχνική του διαμόρφωση.… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
μοσχοσφραγιστής — μοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + σφραγιστής (< σφραγίζω), πρβλ. ιερομοσχο σφραγιστής)] … Dictionary of Greek
προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος … Dictionary of Greek
τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
υπόμοσχος — ον, Μ (για αγελάδες) αυτός που έχει μοσχάρια τα οποία θηλάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μόσχος (πρβλ. μονό μοσχος)] … Dictionary of Greek